στουρνάρι

στουρνάρι
[стурнари] ουσ ο кремень.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στουρνάρι" в других словарях:

  • στουρνάρι — το 1. σκληρή πέτρα. 2. μτφ., άνθρωπος με περιορισμένη ικανότητα αντίληψης: Πού να καταλάβει αυτό το στουρνάρι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

  • στούρνος — (sturnus). Ωδικά πουλιά της οικογένειας των Στουρνιδών, γνωστά και σαν ψαρόνια. Το ράμφος τους είναι μυτερό και συμπιεσμένο, οι φτερούγες τους μακριές, η ουρά τους κοντή και τα πόδια τους κοντόχοντρα, σκεπασμένα στο μπροστινό τμήμα, με πλατιές… …   Dictionary of Greek

  • ισόλιθος — ἰσόλιθος, ον (Μ) όμοιος με λίθο, δηλαδή ανόητος, αμβλύνους, «ντουβάρι», «στουρνάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. λευκό λιθος, φιλό λιθος] …   Dictionary of Greek

  • στουρναρόπετρα — η, Ν στουρνάρι …   Dictionary of Greek

  • τσακμακόπετρα — η 1. η πέτρα του τσακμακιού. 2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»